μεταμήθεια

μεταμήθεια
μεταμήθεια, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μετάνοια».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + *-μήθεια (< *-μηθής < -*μῆθος, τ. που σχετίζεται πιθ. με το μανθάνω και απαντά μόνο εν συνθέσει (πρβλ. προμηθής), πρβλ. επι-μήθεια].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μεταμήθεια — mixedly fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”